πορφυρόζωνος

πορφυρόζωνος
-ον, Α
αυτός που έχει πορφυρή ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. λ. καλλί-ζωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πορφυρόζωνος — with purple girdle masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυροζώνοιο — πορφυρόζωνος with purple girdle masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • ιόζωνος — ἰόζωνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ζώνη με χρώμα ίου 2. (κατά τον Ησύχ.) «πορφυρόζωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ ζωνος, πορφυρό ζωνος] …   Dictionary of Greek

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”